- φαληριαω
- φαληριάωφᾰληριάωпокрываться белой пеной, только в выраж.
κύματα φαληριόωντα Hom. — пенящиеся волны
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κύματα φαληριόωντα Hom. — пенящиеся волны
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαληριόων — φαληριάω to be patched with white pres part act masc voc sg (epic) φαληριάω to be patched with white pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) φαληριάω to be patched with white pres part act masc nom sg (epic) φαληριάω to be patched with white… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληριῶ — φαληριάω to be patched with white pres imperat mp 2nd sg φαληριάω to be patched with white pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φαληριάω to be patched with white pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φαληριάω to be patched with white imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληριῶν — φαληριάω to be patched with white pres part act masc voc sg φαληριάω to be patched with white pres part act neut nom/voc/acc sg φαληριάω to be patched with white pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληριόωντα — φαληριάω to be patched with white pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) φαληριάω to be patched with white pres part act masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληριῶσα — φαληριάω to be patched with white pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληριῶσαν — φαληριάω to be patched with white pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληριόωντας — φαληριάω to be patched with white pres part act masc acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληριόωσα — φαληριάω to be patched with white pres part act fem nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαληριόωσαν — φαληριάω to be patched with white pres part act fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροφαληριόωδα — ἀκροφαληριόωδα, η (Α) αυτή που έχει άσπρη την κορυφή της από τους αφρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀκροφαληριάω < ἀκρο (Ι) + φαληριάω «είμαι λευκός»] … Dictionary of Greek